Ταρσός

Ταρσός
5019 Ταρσός
{собств., 2}
Тарс (крылатый, покрытый перьями).
Город в северо-восточной части Средиземноморского побережья, столица древней провинции Киликия. Тарс был расположен на реке Кидн (современная Тарсус) и славился своей ученостью и торговлей. Из этого города был родом ап. Павел и сюда он вернулся на некоторое время после обращения (Деян. 9:30; 11:25; 22:3). Теперь от Тарса остались незначительные развалины.*

Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. . 2006.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "Ταρσός" в других словарях:

  • Ταρσός — frame of wicker work masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταρσός — frame of wicker work masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταρσός — I Πόλη της Τουρκίας στον νομό Ιτσέλ (Αδάνων) (160.150 κάτ.). Είναι χτισμένη ανάμεσα στα Άδανα και στη Μερσίνα και αποτελεί σημαντικό κέντρο οικονομικής δραστηριότητας. Η πόλη αυτή είναι αρχαιότατη και, σύμφωνα με την παράδοση, ιδρύθηκε από τους… …   Dictionary of Greek

  • ταρσός — ο το πίσω μέρος της πατούσας του ποδιού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Άνω Ταρσός — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 1.050 μ., 11 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φενεού …   Dictionary of Greek

  • Κάτω Ταρσός — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 1.040 μ., 20 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 100 χλμ. Δ της πόλης της Κορίνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φενεού …   Dictionary of Greek

  • ταρροί — ταρσός frame of wicker work masc nom/voc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταρροῦ — ταρσός frame of wicker work masc gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταρρῷ — ταρσός frame of wicker work masc dat sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταρρόν — ταρσός frame of wicker work masc acc sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταρρός — ταρσός frame of wicker work masc nom sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»